-
1 ανιάτων
ἀνιά̱των, ἀνίατοςincurable: masc /fem /neut gen plἀνιά̱των, ἀνιάωgrieve: pres imperat act 3rd plἀνιά̱των, ἀνιάωgrieve: pres imperat act 3rd dual -
2 ἀνιάτων
ἀνιά̱των, ἀνίατοςincurable: masc /fem /neut gen plἀνιά̱των, ἀνιάωgrieve: pres imperat act 3rd plἀνιά̱των, ἀνιάωgrieve: pres imperat act 3rd dual -
3 καρκίνος
καρκίνος, ὁ, der Krebs; οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρϑὰ βαδίζειν Ar. Pax 1049; Plat. Euthyd. 297 c; Arist. H. A. 4, 2; Ath. III, 91 c. – Das Gestirn des Krebses, Arat. 147. – Das bösartige Geschwür, der Krebsschaden, Hippocr. u. a. Medic.; Dem. 25, 95 neben φαγέδαινα ἢ τῶν ἄλλων ἀνιάτων τι κακῶν. – Von der Aehnlichkeit mit den Krebsscheeren, a) die Zange, πυραγρέτης, Philp. 16 (VI, 92); einen plur. καρκίνα σπειροῠχα hat Phani. 3 (VI, 295); vgl. Phot. lex. Nach Hdn. περὶ μ. λ. p. 21, 21 auch κάρκινος accent.; – ὁ κυκλογραφῶν, der Zirkel, S. Emp. adv. phys. 2, 54. – b) eine Art Fesseln, λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ καρ., Eur. Cycl. 605; καρκίνοις σιδηροῖς τὰ σφυρὰ πιέζων D. Sic. 20, 71. – c) zwei Knochen am Ohre u. an der Schläfe, Poll. 2, 85. – d) eine Art Schuh, Pherecrat. bei Poll. 7, 90. – [Auffallend ist, da ι sich nur kurz findet, die Bemerkung des Arcad. p. 65, 16, daß καρκῖνος zu schreiben, wie auch im Hippocr. steht.]
-
4 άσυλο(ν)
τό1) (неприкосновенное) убежище; 2) пристанище; приют; άσυλον ανιάτων дом инвалидов;βρίσκω άσυλο(ν) — а) найти приют; — б) найти убежище
-
5 άσυλο(ν)
τό1) (неприкосновенное) убежище; 2) пристанище; приют; άσυλον ανιάτων дом инвалидов;βρίσκω άσυλο(ν) — а) найти приют; — б) найти убежище
-
6 ἀπογιγνώσκω
ἀπογιγνώσκω, [dialect] Ion. and later [dialect] Att. [suff] ἀπογευ-γῑνώσκω, [tense] fut. - γνώσομαι:—A depart from a judgement, give up a design or intention of doing,τοῦ μάχεσθαι X.An.1.7.19
, cf. Plb.1.29.5, etc.;ἀ. τὸ κατὰ γῆν πορεύεσθαι X.HG7.5.7
;ἀ. διώκειν Plu.Ant.34
, cf. Thes.6; ἀ. μὴ βοηθεῖν resolve not to help, D.15.9, cf.IG22.457.30: c.gen., give up a notion, Simp. in Ph.610.9.II c. gen. rei, despair of,τῆς ἐλενθερίας Lys.2.46
; ;ὡς ἀνιάτων D.Chr.32.97
;ὑπὲρ σφῶν Jul.Or.2.61c
: abs., despair, D.4.42 (where some codd. supply ἑαυτῶν), Babr.43.18: c. [tense] fut. inf.,αἱρήσειν ἀ. Arr. An.3.20.3
;ἀκούσεσθαι Luc.Icar.10
: c. [tense] aor. inf.,τὴν πόλιν ἀπέγνω ἑλεῖν Arr.An.1.5.8
, cf. D.Chr.32.9.2 c.acc., give up as hopeless or desperate,τὴν σωτηρίαν Arist.EN 1115b2
;τὰς πρεσβείας Plb.5.1.5
, al.;τὰς ἐλπίδας Id.2.35.1
;ἀ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων App.Hisp.37
;ἀρετῆς ἀκρίβειαν Porph.Antr.36
;ἀ. αὑτόν Plb.21.26.14
:—[voice] Pass., to be given up,τὰ παρ' ὑμῶν D.19.54
;ἐλπίς D.H.5.15
;ἐλευθερία Luc. Tyr.6
; ἀπεγνωσμέναι ἐλπίδες forlorn hopes, Plb.30.8.3;ἐπιβουλὴ -μένη Hdn.4.4.3
; ἀπεγνωσμένοι ἄνθρωποι desperate men, Id.1.16.4 (butἄνθρωποι ἀπεγνωκότες Plu.Alex. 16
);ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀ.
to be despaired of..,Id.
Per.13. Adv. in despair,Id.
Nic.21.III as law-term, refuse to receive an accusation, reject, γραφήν, ἔνδειξιν, D.22.39,58.17:hence,2 ἀ. τινός (sc. δίκην vel γραφήν) reject the charge brought against a man, i.e. acquit him, opp. καταγιγνώσκειν τινός, Id.40.39, cf. Aeschin.2.6, etc.;ἀ. τί τινος Is.5.34
: c. inf., ἀ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν acquit him of wrong, Lys.1.34; alsoοὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης D.34.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπογιγνώσκω
См. также в других словарях:
ἀνιάτων — ἀνιά̱των , ἀνίατος incurable masc/fem/neut gen pl ἀνιά̱των , ἀνιάω grieve pres imperat act 3rd pl ἀνιά̱των , ἀνιάω grieve pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανίατος — η, ο (Α ἀνίατος, ον) [ιατός] αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων») αρχ. 1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται… … Dictionary of Greek
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
Ασκληπιγένεια — (5ος αι. μ.Χ.).Νεοπλατωνική φιλόσοφος που δίδαξε στην Αθήνα με τον αδελφό της Ιέρωνα. Από τον πατέρα της Πλούταρχο και τον παππού της Νεστόριο είχε μάθει τη θαυματουργία (πρόκληση βροχών, θεραπεία ανιάτων νόσων), που τη δίδαξε στον Πρόκλο … Dictionary of Greek
Γκαλούπι, Μπαλντασάρε — (Baldassare Galuppi, Μπουράνο 1706 – Βενετία 1785). Ιταλός συνθέτης. Γνωστός ως συνθέτης μελοδραμάτων αλλά και έργων για κλαβικύμβαλο, ο Γ. αρχικά αναγνωρίστηκε έξω από την Ιταλία. Από το 1741 έως το 1743 έζησε στο Λονδίνο. Το 1763 έγινε δεκτός… … Dictionary of Greek
Ευστάθιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν μαθητής των φιλοσόφων Ιάμβλιχου και Αιδέσιου, τον οποίο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της σχολής. Ο Ε. διακρινόταν για τη δεινή ρητορική ικανότητά του και τη βαθιά μόρφωσή του.… … Dictionary of Greek
Εφημερίς των Κυριών — Η πρώτη ελληνική γυναικεία εφημερίδα. Ιδρύθηκε από την Καλλιρρόη Παρρέν (βλ. λ.). Το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου του 1887. Στόχοι της ήταν η πνευματική και κοινωνική πρόοδος της γυναίκας και η χειραφέτησή της. Η… … Dictionary of Greek
Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… … Dictionary of Greek
Μεσσηνίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Καλαμάτα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 223 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 188 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις… … Dictionary of Greek
Μονεμβασίας και Σπάρτης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Σπάρτη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 141 ενοριακοί ναοί, της οποίους υπηρετούν 136 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι της περιοχές: Σπάρτης, Καστορείου,… … Dictionary of Greek
Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα τη Μυτιλήνη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 70 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 83 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Μυτικήνης, Αγιασού, Γέρας,… … Dictionary of Greek